- φούλι
- to, Νβοτ.1. κοινή ονομασία τού φυτού Jasminum sambac, τού γένους ίασμος, αλλ. μπουγαρίνι2. κοινή ονομασία τού είδους Sparmania africana τού γένους σπαρμανία, που καλλιεργείται ως καλλωπιστικό, κυρίως σε γλάστρες3. στον πληθ. τα φούλιακουκιά κτηνοτροφικά, αλλά και βασικό είδος διατροφής τών φτωχότερων λαϊκών στρωμάτων τής Αιγύπτου.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. fulya «νάρκισσος»].
Dictionary of Greek. 2013.